- φηγός
- η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Ανεοελλ.βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής οξιάςαρχ.1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι2. το βαλανίδι τού παραπάνω φυτού3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» — δρυς που φύεται στην περιοχή τής Δωδώνης (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φηγός ανάγεται στον ΙΕ τ. *bhāgo-s «οξιά» (πρβλ. λατ. fagus, γαλατ. *bāgo-, αρχ. άνω γερμ. buohha, από όπου το γερμ. Buche, καθώς και τα γοτθ. boka «γράμμα, χαρακτήρας», αρχ. άνω γερμ. buoh «βιβλίο», από όπου και το γερμ. Buch), χρησιμοποιήθηκε, όμως, στην Ελληνική για να δηλώσει τη δρυ, τη βαλανιδιά, ένα διαφορετικό δηλ. είδος δένδρου από την οξιά, η οποία δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα (βλ. και λ. οξιά). Η σύνδεση τού ΙΕ ονόματος τής οξιάς με τη ρίζα *bhag- (βλ. λ. φαγεῖν) παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Dictionary of Greek. 2013.